- τύψη
- η / τύψις, -εως, ΝΜΑ [τύπτω]πληγή, πλήγμανεοελλ.συν. στον πληθ. οι τύψειςο έλεγχος τής συνείδησης («έχω τύψεις για το κακό που τού έκανα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύψη — η 1. χτύπημα, πλήγμα. 2. μτφ., έλεγχος της συνείδησης: Αν το κάνεις αυτό, θα έχεις τύψεις σ όλη σου τη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυψῇ — τύπτω beat fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύψῃ — τύφω raise a smoke aor subj mid 2nd sg τύφω raise a smoke aor subj act 3rd sg τύπτω beat aor subj mid 2nd sg τύπτω beat aor subj act 3rd sg τύπτω beat fut ind mid 2nd sg τύψηι , τύψις beating fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμιστός — ἐνθυμιστός, ή, όν (Α) [ενθυμίζω] ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τόν παίρνει κανείς κατάκαρδα … Dictionary of Greek
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek
σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… … Dictionary of Greek